-
1 αδιάστατον
-
2 ἀδιάστατον
-
3 παρεκτατέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεκτατέον
См. также в других словарях:
ἀδιάστατον — ἀδιάστατος continuous masc/fem acc sg ἀδιάστατος continuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)